- κυβερνατηρ
- κυβερνατήρκῠβερνᾱτήρ-ῆρος ὅ дор. = κυβερνητήρ См. κυβερνητηρ
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κυβερνατήρ — κυβερνᾱτήρ , κυβερνήτης steersman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνητήρ — κυβερνητήρ, ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. κυβερνήτειρα (Α) [κυβερνώ] 1. αυτός που κυβερνά 2. πηδαλιούχος («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», Ομ. Οδ.) 3. ως επίθ. αυτός με τον οποίο κυβερνά κάποιος («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.) … Dictionary of Greek